περισφύριος

περισφύριος
-α, -ο / περισφύριος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην περιοχή τών σφυρών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περισφύριο(ν)
γυναικείο κόσμημα που φοριέται πάνω σε γυμνό πόδι, γύρω από τα σφυρά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. κάλυμμα από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή δέρμα που περιβάλλει τα σφυρά τού άνδρα και χρησιμοποιείται κυρίως από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, γκέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σφυρόν + κατάλ. -ιος (πρβλ. επι-σφύριος, παρα-σφύριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περισφυρίους — περισφύριος round the ankle masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισφύριον — round the ankle neut nom/voc/acc sg περισφύριος round the ankle masc/fem acc sg περισφύριος round the ankle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσφυρος — ον, Α 1. περισφύριος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίσφυρον το περισφύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφυρόν (πρβλ. λευκό σφυρος, παρά σφυρος)] …   Dictionary of Greek

  • περισφυρίοιο — περισφύριον round the ankle neut gen sg (epic) περισφύριος round the ankle masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισφύρια — περισφύριον round the ankle neut nom/voc/acc pl περισφύριος round the ankle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”